- Wail
- v. intrans.P. and V. ὀδύρεσθαι, ἀποδύρεσθαι, κλάειν (or mid. in V.), πενθεῖν, θρηνεῖν, ἀπακλάειν (or mid.), δακρύειν, στένειν (Dem. but rare P.), στενάζειν (Dem. but rare P.), ἀνοιμώζειν (Thuc. 3, 113, but rare P.), Ar. and V. γοᾶσθαι, κωκύειν, οἰμώζειν, ἀποιμώζειν, V. ἀναστένειν, καταστένειν, ἀνακωκύειν, θρηνωδεῖν, ἐξοιμώζειν, κατοιμώζειν, ἀνολολύζειν, δύρεσθαι, λακάζειν, αὔειν, P. ἀπολαφύρεσθαι, ἀνολοφύρεσθαι, ὀλοφύρεσθαι.Beat the breast: P. and V. κόπτεσθαι, V. ἀποκόπτεσθαι.——————subs.P. and V. οἰμωγή, ἡ (Thuc.), στόνος, ὁ (Thuc.), ὀδυρμός, ὁ (Isoc. and Plat.), Ar. and P. ὀλοφυρμός, ὁ, P. ὀλόφυρσις, ἡ, V. οἴμωγμα, τό, στεναγμός, ὁ (also Plat. but rare P.), ὀδύρματα, τά, κωκυτός, ὁ, κωκύματα, τά, Ar. and V. στέναγμα, τό, γόος, ὁ (or pl.); see {{U}}Lamentation.Dirge: P. and V. θρῆνος, ὁ (Plat.), P. θρηνῳδία, ἡ (Plat.), V. θρηνήματα, τά.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.